επηλυτης

επηλυτης
    ἐπηλύτης
    -ου (ῠ) ὅ Thuc. = ἔπηλυς См. επηλυς II

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "επηλυτης" в других словарях:

  • επηλύτης — ἐπηλύτης, ο (Α) [έπηλυς] 1. έπηλυς, ξένος 2. προσήλυτος …   Dictionary of Greek

  • ἐπηλύτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύται — ἐπηλύτης masc nom/voc pl ἐπηλύτᾱͅ , ἐπηλύτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλυτῶν — ἐπηλύτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύταις — ἐπηλύτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτην — ἐπηλύτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτῃ — ἐπηλύτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτας — ἐπηλύτᾱς , ἐπηλύτης masc acc pl ἐπηλύτᾱς , ἐπηλύτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επηλυσία — ἐπηλυσία και ἐπηλυσίη, η (Α) [επηλύτης] 1. γοητεία, μάγεμα 2. προσέγγιση 3. είσοδος, άφιξη …   Dictionary of Greek

  • ἐπηλύτου — ἐπήλυτος masc/fem/neut gen sg ἐπηλύτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»